29.7.08

Πέρα από τον ορίζοντα

Συχνά, όταν κάποιος προσπαθεί να δώσει ευρύτερες διαστάσεις στην ανάλυση των λεγόμενων 'εθνικών' θεμάτων, αντιμετωπίζει την κριτική από πολλούς. Π.χ. όταν αναφέρεται ότι το "Μακεδονικό" δεν είναι μόνο θέμα θεωρητικό, ιδεοληπτικό, εθνικιστικό και διμερές αλλά ενταγμένο σε πολύπλοκες γεωστρατηγικές 'διεργασίες', η ενστικτώδης αντίδραση σχολιαστών, νέων στην πλειονότητα, είναι να κατατάξουν τον αναφέροντα στη συντηρητική γενιά των παγκοσμιοσυνωμοσιολογούντων που δηλητηριάζουν κάθε προσπάθεια προώθησης των ιδανικών της πανανθρώπινης ειρήνης και ευημερίας.
Δε λέω, όλοι μας αυτό πρέπει να επιδιώκουμε. Αλλά βαδίζοντας στον δρόμο της πραγματικότητας και όχι ...στα σύννεφα. Αν δεν κοιτάζουμε κατάμματα την πραγματικότητα, δεν μπορούμε και να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα εμπόδια στη ρομαντική πορεία μας.

Το 'Μακεδονικό' ζήτημα, για παράδειγμα, έχει καταγραφεί, αναλυθεί, και σχολιαστεί σε κάθε πτυχή του με άπειρα κείμενα και σχόλια.
Πολύ λίγα αναδεικνύουν και την οικονομική/γεωστρατηγική διάστασή του, αγνοώντας(;) ότι τα Βαλκάνια είναι 'αποθήκη' πρώτων υλών προς εκμετάλλευση. Λίγοι είναι φαίνεται αυτοί που γνωρίζουν ότι εκτός από 'πετρέλαιο', τα Βαλκάνια διαθέτουν αποθέματα χρυσού, ουρανίου, νικελίου και άλλων 'απαραίτητων' μεταλλευμάτων. Συμπτωματικά, και στις πιο 'ευαίσθητες' περιοχές μας. Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη.
Πριν σπεύσει κάποιος καλόπιστος να με κατατάξει στους συνωμοσιολογούντες, στρατοκράτες, ας ρίξει μια ματιά εδώ στην ιστοσελίδα της ακτιβιστικής οργάνωσης Toward Freedom για να πάρει μια ιδέα του πώς διαμορφώνονται οι ισορροπίες (μάλλον ανισορροπίες) στις διάφορες περιοχές του κόσμου.

25.7.08

Ο θόρυβος του τρυπούσε τ' αυτιά.
Οι ωτοασπίδες περασμένες στο λαιμό του, δεν τις μπορούσε κι ας έλεγε ο εργοδηγός ότι έπρεπε να τις φοράει.
Κάτι για "ντεσιμπέλ" του έλεγε, που "αν τα περάσεις, κουφαίνεσαι".
Αλλά, με τα διαόλια αυτά στ' αυτιά, ένοιωθε μόνος. Παρατηρητής του εαυτού του, δε συμμετείχε σ' ό,τι έκανε. Σα πεθαμένος ζωντανός.
Το ηλεκτροματσάκονο έσκαβε τα στρώματα της μπογιάς, έγδερνε τη λαμαρίνα και πέταγε τη σκουριά αναμμένη σε χιλιάδες σπίθες που άλλες έσβηναν στον αέρα κι οι πολλές απάνω του.
Τα γυαλιά "εργασίας" σηκωμένα στο μέτωπο, να του το σφίγγουν τόσο που ο μπόμπιρας το βράδυ τον ρωτούσε "μπαμπά γιατί έχεις τέσσερα μάτια;"
Ούτε αυτά τα μπορούσε, ούτε "τα εγκαύματα στον αμφιβληστροειδή" που τσαμπουνούσε ο εργοδηγός καταλάβαινε.
Τις λίγες φορές που τα κατέβασε στα μάτια, νόμιζε ότι τα χέρια που έβλεπε να δουλεύουν ήταν αλλουνού. Δεν ήταν τα δικά του.
Γεμάτα στίγματα από τις σπίθες, ουλές απ' το ξεστράτισμα του ματσακονιού και της τραγάνας που ξεκόλλαγε απ' τη λαμαρίνα και κόλλαγε πάνω τους.
"Φοράτε γάντια", τους έλεγε ο εργοδηγός, "θα χάσετε κανα χέρι", αλλά αυτός τα 'χε στην κωλότσεπη της φόρμας, πώς να δουλέψεις με δαύτα, πώς να νοιώσεις το σίδερο, πώς να μιλήσεις στο εργαλείο...
Έκανε ένα βήμα στο πλάι.
Η σκαλωσιά, τριάντα μέτρα ψηλή, και το μαδέρι γέρικο, γεμάτο ξύσματα και σκουριές.
Πατούσε γερά, χρόνια τώρα έκανε τον ακροβάτη.
Το δίχτυ ασφαλείας είναι ακριβό για το αφεντικό. Κι η ζώνη ασφαλείας είναι μπελάς για τον εργάτη. Λείπουν και τα δυό.
Έδεσε το ματσακόνι στη τριχιά και φώναξε "πάρ' το απάνω ρε και ρίξε το κανόνι".
Το "κανόνι" ξέρναγε την μαύρη άμμο με πίεση και καθάριζε τους πόρους του σίδερου.
Δεν είναι άμμος, μέταλλο είναι κι αυτή σε σκόνη, σκόνη που έμπαινε παντού, γυάλιζε τη λαμαρίνα και μαύριζε όλο το γύρω.
"Να φοράτε τη μάσκα" έλεγε ο εργοδηγός, "η άμμος κάθεται στα πλεμόνια και θα φτύνετε αίμα".
Και πώς αναπνέουν ρε εργοδηγέ, κατακαλόκαιρο, να ψήνεις αυγά στο σίδερο, με το φίμωτρο στη μούρη;
Γλύστρησε στο παλιό μαδέρι. Ούτε που κοίταξε κάτω, "αν κοιτάξεις, χάθηκες" του 'χε πεί ένας παλιότερος, βλαστήμησε τις άβολες μπότες και τον εργοδηγό που του τις έδωσε "για να μη γλυστράς", κρατήθηκε.
Η μπουρού από πάνω βάρεσε διάλειμμα.
Σκαρφάλωσε την ανεμόσκαλα, το μυαλό στο μεροκάματο, να λες φχαριστώ που το 'χεις.
Πάτησε στο ντεκ και άραξε στη σκιά δίπλα στη μπίγα.
Άνοιξε το μπουκάλι, γύρισε μια γουλιά νερό στο στόμα του κι έφτυσε αρμύρα, μπογιά, σκουριά και άμμο.
Το κολατσιό στην καραβάνα απ' τον στρατό νόστιμο σαν την κυρά του.
"Να πάς στο καλό" τού 'λεγε κάθε μέρα, χωρίς να τον κοιτά στα μάτια για να μη δεί την ανησυχία της.
Λες και μπορούσε να τον ξεγελάσει...
Αχ, ρε κυρά, για σένα προσέχω. Και για τον μπόμπιρα. Για τα όνειρά μας.
Τράβηξε απ' την τσέπη το τσαλακωμένο πακέτο. Ώρα για το πιό γλυκό τσιγάρο, σκέφτηκε.
Στη δεύτερη ρουφηξιά, η μπουρού βάρεσε "επανάληψη".
Το κράτησε στα δάχτυλά του, πίεσε την κάφτρα να πέσει και το ξανάβαλε , κολοβό, στο πακέτο.
Πατούσε την κάφτρα να σβήσει, σαν άκουσε τον εργοδηγό να του λέει " κόφ' το το ρημάδι, μια μέρα αυτό θα σε σκοτώσει".
Πέρασε το πόδι του στην κουπαστή και άδραξε την ανεμόσκαλα. Κοίταξε το μαδέρι που τον περίμενε στην άκρη του χάους πηγαίνοντας πέρα δώθε και δε βάσταξε.
Άει γαμήσου μάστορα, του φώναξε....

Repost (Ημίαιμος 14-2-2006)
Δεν βρήκα τι άλλο να πω γι αυτούς που χάθηκαν στο Πέραμα...