Παραμύθι(;), ταγμένο, από καιρό, στο Σοφάκι μου που σήμερα κλείνει τα 18.
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός πυκνού δάσους που το έλεγαν Χίλια δέντρα, έστησε τη φωλιά του ένα όμορφο ζευγάρι Λύκων. Ο κυρ Λύκος είχε μαύρο τρίχωμα, γυαλιστερό, μεγάλα φρύδια και έπαιζε φυσαρμόνικα. Καμάρωνε δίπλα στην πανέμορφη καφετιά κυρα Λύκαινα που έπλεκε το τρίχωμά της σ’ ένα κότσο που τον ζήλευαν όλες οι λύκαινες της περιοχής.
Σύντομα, ο κυρ Λύκος και η κυρά του απόκτησαν ένα χαριτωμένο μαυριδερό, πολύ τριχωτό λυκάκι. Αδύνατο και ζωηρό, αναστάτωνε τη φωλιά με τα καμώματά του, ήταν και λίγο γκρινιάρικο, ανακάτωνε τα πάντα, με λίγα λόγια καλός μεν, μπελάς δε.
«Μου φαίνεται κυρά Λύκαινα ότι γρήγορα πρέπει να του βρούμε παρέα» είπε μια μέρα ο κυρ Λύκος κοιτάζοντάς την με τα μάτια του να γυαλίζουν.
«Κι εμένα έτσι μου φαίνεται» του απάντησε γλυκά.
Σε λίγους μήνες, η αγέλη μεγάλωσε κατά ένα λυκόπουλο. Αυτό ήταν στρουμπουλό και καστανόξανθο και, ω τι έκπληξη, είχε γαλανά μάτια!
Χαρά μεγάλη για το ζευγάρι, ακόμα μεγαλύτερη για το μελαψό λυκόπουλο που βρήκε κάποιον να πιλατεύει συνέχεια, πότε δαγκώνοντας τ’ αυτιά, πότε πατώντας πάνω στο αδερφάκι του και τραβώντας συνέχεια την ουρά του. Το λυκάκι με τα γαλανά μάτια, μόλις στάθηκε στα πόδια του, δεν άφηνε το αδερφάκι του να κάνει κι ό,τι θέλει. Ορμούσε κι αυτό, τον άρπαζε από τον λαιμό και πάλευε με δύναμη μέχρι που έμπαινε στη μέση η μαμά λύκαινα και τα χώριζε.
Μεγαλώνοντας, τα δυό λυκάκια γίνονταν ολοένα και πιό διαφορετικά. Ο μαύρος ανακατευόταν με τα πάντα, και ανακάτευε τα πάντα, έκανε συνεχώς θόρυβο, έβγαζε ουρλιαχτά προς τον ουρανό όταν το ραδιόφωνο έπαιζε Καζαντζίδη και τα γόνατά του ήταν συνέχεια γρατζουνισμένα. Ο καστανός, πιό στρουμπουλός και μικροκαμωμένος, παρακολουθούσε, αμίλητος τις πιό πολλές φορές τα πάντα με τα γαλανά του μάτια. Δεν ‘μιλούσε’ πολύ. Δεν του άρεσε ο Καζαντζίδης και απορούσε με τον μεγάλο του αδερφό τι έβρισκε σ’ αυτά τα ουρλιαχτά. Παρατηρητής, όμως, των πάντων, και πολύ περίεργος να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα, ενθουσιαζόταν όταν ο κυρ Λύκος τους έπαιρνε για βόλτα στο δάσος με τα χίλια δέντρα και τους έδειχνε τα πανέμορφα πεύκα, τα όμορφα μονοπάτια, τα βράχια με τις λειχήνες σαν πράσινο χαλί επάνω τους. Του άρεσε του μικρού το δάσος και τρελλαινόταν να τρίβεται πάνω στις λειχήνες, να μυρίζει τη ρίγανη και το θυμάρι και ν’ακούει τ’αηδόνια να κελαηδούν. Πιό πολύ ακόμα, του άρεσε να οσμίζεται το δάσος στις καλοκαιρινές μπόρες όταν όλες οι μυρουδιές ανακατεύονταν με αυτή του νοτισμένου χώματος στο πιό θεσπέσιο άρωμα της φύσης. Βάλτε τώρα και το ουράνιο τόξο, βάλτε και τις σταγόνες της βροχής να λαμπυρίζουν σαν διαμάντια πάνω στις πευκοβελόνες, βάλτε τη μουσική του κυρ άνεμου που έβγαινε από τις πυκνές φυλλωσιές, θα μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα.
Για πάντα; Μπα, είπαμε παρατηρητής των πάντων και περίεργος από γεννησιμιού του, ο λυκάκος με τα γαλανά μάτια έβλεπε από εκεί ψηλά, από τα ριζά του δάσους με τα χίλια δέντρα, μια απέραντη έκταση με νερό, πολύ νερό.
«Η θάλασσα» του είπε κάποτε ο πατέρας του που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει δίπλα σ’ αυτή. «Γι αυτό και του αρέσει να τρώει ψάρια», σκέφτηκε ο μικρός. «Αυτά ζουν μέσα στο νερό και είναι νόστιμα και θρεπτικά» του εξηγούσε ο κυρ Λύκος. «Και πώς δεν πνίγονται; Εγώ κόντευα να πνιγώ στον κουβά με το νερό όταν μου πατούσε ο μαυραδερφός το κεφάλι» ρωτούσε, όλο ρωτούσε πια, ο μικρός. Ο κυρ Λύκος γελούσε με τις απορίες του γιού και προσπαθούσε με απλά λόγια να του εξηγήσει όλα τα ανεξήγητα. «Εμένα πάντως δεν μ’ αρέσουν τα ψάρια, ούτε η γεύση τους», ψιθύριζε από μέσα του ο μικρός. Αλλά τον γοήτευε η θάλασσα. Παρατηρητής των πάντων και περίεργος, προσπαθούσε να φανταστεί μέχρι πού απλωνόταν η θάλασσα, τι μυρωδιά είχε, τι ήχους έβγαζε.
Όταν όλα τα λυκόπουλα της γειτονιάς κυλιόντουσαν στο χώμα παίζοντας και παλεύοντας, αυτός ανέβαινε σ’ ένα βράχο και κοιτούσε τη θάλασσα σηκώνοντας τη μύτη ψηλά να μυρίσει τον αέρα της που ερχόταν από μακρυά, να απολαύσει την κοκκινοπορτοκαλί λάμψη της όταν ο ήλιος έδυε.
«Κάποια μέρα θα σε ψάξω κι εσένα» υποσχόταν κάθε φορά στον εαυτό του.
Και το έκανε.
Έγινε ...θαλασσόλυκος. Σαν μεγάλωσε και σιγουρεύτηκε για τον εαυτό του, φίλησε τον κυρ Λύκο και την κυρα Λύκαινα και μπήκε στον θαλασσινό κόσμο τον απέραντο.
Για να φαίνεται και μεγαλύτερος, μια και πήγαινε σ’ έναν κόσμο άγνωστο και ψιλοφοβόταν, άφησε και ...μουστάκι να μεγαλοδείχνει.
Πήγε σε πολλά μέρη, αγάπησε τη θάλασσα, βαρέθηκε την ηρεμία της, πάλεψε τη φουρτούνα της, θαύμασε τα ζώα της, ιδίως τα ασημόγκριζα δελφίνια που του έκαναν παιχνίδια και ακροβατικά όταν είχαν κέφια, γνώρισε πολλούς "μεγάλους" που ήταν μικροί και "μικρούς" που ήταν μεγάλοι και γεύτηκε για τα καλά την αρμύρα της.
Παρατηρητής των πάντων και περίεργος ο λύκος με τα γαλανά μάτια και το μουστάκι, ενθουσιαζόταν που τα πράγματα στη θάλασσα ποτέ δεν ήταν ίδια. Κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα, ο ήχος, η μορφή της, η μυρουδιά της, άλλαζαν για να ταιριάξουν στο φώς και στον αέρα της στιγμής. Σαν χορεύτρια επιδέξια που συντονίζεται με τον καθένα καβαλιέρο της.
Μια μέρα, καθισμένος στο πιό ψηλό σημείο του καραβιού, με σηκωμένη τη μύτη στον αέρα όπως πάντα, γευόταν την αρμύρα στο μουστάκι του όταν τον έπιασε πάλι η περιέργειά του. «Από εδώ ψηλά βλέπω μακρύτερα. Από ψηλότερα δεν θα βλέπω ακόμα πιό μακρυά;» σκέφτηκε. Κοίταξε τον ουρανό κι εκείνη τη στιγμή είδε ένα αεροπλάνο να πετά πολύ πολύ ψηλά και να αφήνει μια άσπρη γραμμή στον ουρανό. «Σαν την κιμωλία της κυρα Δέσποινας στον πράσινο Πίνακα του Δημοτικού» σκέφτηκε. «Μόνο που αυτός ο Πίνακας είναι γαλανός».
«Ε, θα πάω στον ουρανό», αποφάσισε.
Και το έκανε.
Ο θαλασσόλυκος με τα γαλανά μάτια και το μουστάκι έγινε και ...πιλότος!
Πετώντας ψηλά στον αέρα έφτανε εκεί που τα μάτια του δεν μπορούσαν να φτάσουν, έπαιζε με τα μπαμπακερά σύννεφα, βουτούσε προς τα κάτω, ξανατραβούσε ψηλά, σαν δελφίνι πετούμενο. Και όταν πετούσε τη νύχτα και σήκωνε τη μύτη ψηλά ένοιωθε ότι αν άπλωνε το χέρι του θα άγγιζε τον λαμπερό ασημένιο Σείριο και τον χρυσό Αρκτούρο. Πόσο θα ‘θελε να μπορεί να πάει κι εκεί...
Πήγε πάντως σε πολλά μέρη που ούτε τα είχε φανταστεί. Πέταξε πάνω από δάση και κοιλάδες, μικρά χωριά και μεγάλες πολιτείες, είδε πράματα και θάμματα, και, κάποια μέρα, το ‘φερε η τύχη να πετάξει πάνω από το δάσος με τα χίλια δέντρα. Κατέβηκε χαμηλά, είδε τα βράχια με τις λειχήνες στη θέση τους, κι έναν λαγό να τρέχει τρομαγμένος. Χαμογέλασε. Μια ζεστή νοσταλγία τον κυρίευσε.
Ο ...ιπτάμενος θαλασσόλυκος με τα γαλανά μάτια και το μουστάκι έφερε στο νού του τον μελαχροινό αδερφό του, την λυκοπουλοπαρέα να κυλιέται στο χώμα, τα φρύδια του κυρ Λύκου να σμίγουν στις σκανταλιές των γιών του και το ζεστό τρίχωμα της αγκαλιάς της κυρα Λύκαινας.
«Μοναχόλυκος», σκέφτηκε. «Όχι ότι δεν γνώρισα κόσμο και λυκοπουλίνες αλλά, όπως και να το κάνουμε, μοναχόλυκος. Νομίζω ότι πρέπει να δω τι κάνουν οι δικοί μου». Αποφάσισε να γυρίσει στα παλιά λημέρια για λίγο.
Και το έκανε.
Πολύ χάρηκαν ο κυρ Λύκος και η κυρα Λύκαινα, δεν χόρταιναν ν’ ακούν ιστορίες της θάλασσας και του αέρα από τον, όχι και πολύ μικρό πια, γιό. Κι αυτός, αφού είδε και καλοείδε τους γονείς του, πήγε και περπάτησε στο δάσος, έτριψε τη γούνα του στις λειχήνες των βράχων, μύρισε τη ρίγανη και το θυμάρι, σφύριξε στα αηδόνια που κελαηδούσαν και κάθησε να απολαύσει τη μουσική του αέρα που έβγαινε από τις φυλλωσιές των δέντρων. Μετά ανέβηκε σ’ έναν ψηλό βράχο και κοίταξε τη θάλασσα. Ο νούς του γέμισε από εικόνες των θαλασσινών ταξιδιών του. Έγλειψε το μουστάκι του, ακόμα η αρμύρα του πίτυλου* ήταν εκεί, και σήκωσε τη μύτη του ψηλά, όπως πάντα. Είδε κάτι μεγάλα άσπρα σύννεφα να κατρακυλούν στον ουρανό και καινούργιες εικόνες τον πλημμύρισαν. Από τα ταξίδια του στον αέρα, κορυφές ψηλών βουνών, ποτάμια σαν φίδια να σέρνονται σε καταπράσινες κοιλάδες, το φεγγάρι σχεδόν να σ’ ακουμπάει...
«Τα είδα όλα;» Αναρωτήθηκε. «Κάτι λείπει, όμως, το νοιώθω».
Ο ...ιπτάμενος μοναχοθαλασσόλυκος με τα γαλανά μάτια και το μουστάκι συνέχισε να περιπλανιέται στον τόπο του, έτσι, χωρίς, συγκεκριμμένο προορισμό αναπολώντας το παρελθόν και ψάχνοντας, έτσι χωρίς συγκεκριμμένο λόγο, να εντοπίσει τι του λείπει.
Πριν αυτό γίνει, όμως, εντόπισε μια παρέα ζωηρών σκύλων που περιδιάβαινε με φασαρία και άσκοπα γαυγίσματα το απέναντι πάρκο.
«Χαζοχαρούμενα σκυλιά» σκέφτηκε και συνέχισε το περπάτημα. Σταμάτησε, σαν η άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση μέσα στην αγέλη των σκυλιών και ένα από αυτά τράβηξε την προσοχή του. Μια μελαχροινή λαμπραντορίνα, με γυαλιστερό τρίχωμα, καστανά μάτια και γυμνασμένους μυς περπατούσε σιωπηλή και καμαρωτή, διαφορετική από τους υπόλοιπους φασαρτζήδες, και όμορφη.
«Πολύ όμορφη!» σχεδόν φώναξε στον εαυτό του καθώς αυτή γύρισε τη μουσούδα της και οι ματιές τους συναντήθηκαν. Πήρε την αγέλη στο κατόπι, σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα. Η μελαχροινή λαμπραντορίνα με τα καστανά μάτια όλο και έμενε, τυχαία..., λίγο ξοπίσω από την αγέλη ρίχνοντας που και που κλεφτές ματιές προς τα πίσω. «Θέλει και δεν θέλει...» σκέφτηκε ο ιπτάμενος μοναχοθαλασσόλυκος με τα γαλανά μάτια και το μουστάκι.
Η πολιορκία συνεχίστηκε για μέρες, για μήνες. Τι κι αν πήγε ξανά στη θάλασσα, τι κι αν πετούσε πάλι στον αέρα, στον αφρό των κυμάτων, στη λάμψη του Σείριου και του Αρκτούρου, αυτός έβλεπε τη μουσούδα της με τα καστανά της μάτια. Και με κάθε ευκαιρία, γυρνούσε για λίγο στα δικά της λημέρια για να τη δεί. Κι αυτή, δε λέω, μπορεί να έτρεχε με τα φασαρτζίδικα σκυλιά στα πάρκα αλλά, το μυαλό της ήταν σ’ αυτόν. Και η μουσούδα της έλαμπε όταν τον έβλεπε να πλησιάζει μ’ ένα κλεμμένο τριαντάφυλλο στο στόμα.
«Αυτό είναι που μου λείπει» είπε στον εαυτό του. «Θα την πάρω μαζί μου!» αποφάσισε.
Και το έκανε.
«Μα είναι Λύκος» έλεγε ο πατέρας της.
«Μα είναι μεγάλος για σένα» έλεγε η μητέρα της.
«Μπορεί να είμαι Λύκος αλλά η κόρη σας με κάνει αρνάκι» έλεγε αυτός μπας και χαμογελάσουν. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, χαμογέλασαν!
Κι έφυγαν μαζί. Αγκαλιασμένοι. Μια όμορφη μελαχροινή λαμπραντορίνα με καστανά μάτια και ένας ιπτάμενος θαλασσόλυκος με γαλανά μάτια και μουστάκι.
Βάλθηκε να της γνωρίσει τα μέρη που περιδιάβηκε μόνος του. Στο πρώτο τους ταξίδι της έδειξε τον Ψηλορείτη, ένα βουνό μαγευτικό κι ας μην είχε δάσος με χίλια δέντρα, για μέρες το τριγύριζαν. Σε λίγους μήνες, γεννήθηκε ένας απίθανος μελαχροινός λυκοσκυλάκος με καστανά μάτια, φτυστός η μάνα του μ’ ένα χαμόγελο που έλαμπε σαν τον καλοκαιρινό ήλιο το μεσημέρι.
Ο ιπτάμενος κλπ –μη τα λέμε συνέχεια- ήταν ευτυχισμένος. Εξακολουθούσε να ταξιδεύει στη θάλασσα και να πετάει, όχι όμως όπως πρώτα, γιατί ήθελε να απολαμβάνει τη λαμπραντορίνα του και τον απίθανο Λυκοσκυλούκο. Κάτι του έλειπε, όμως, πάλι. Ήθελε να δείξει στην λαμπραντορίνα και τις ομορφιές της θάλασσας που αυτός μισοαπολάμβανε, γιατί, όπως και να το κάνουμε, αν δεν μοιράζεσαι την απόλαυση με κάποιον άλλον, δεν αξίζει και πολύ.
«Θα την πάρω μια μέρα στη θάλασσα» είπε στον εαυτό του.
Και το έκανε.
Άφησαν τον Λυκοσκυλούκο για λίγο στον παππού και στη γιαγιά και μπήκαν οι δυό τους σ’ ένα σκαφάκι να εξερευνήσουν τη θάλασσα. Εντατικά μαθήματα στην λαμπραντορίνα που γρήγορα αναδείχτηκε σε άξια καραβοσκυλίνα. Είδαν μέρη, ψάρια, κύματα και κολύμπησαν στην απεραντοσύνη της ανοιχτής θάλασσας.
Και όχι μόνο. Με τη θάλασσα κρεβάτι και το γαλάζιο τ’ ουρανού σεντόνι, ο ιπτάμενος θαλασσόλυκος με τα γαλανά μάτια και το μουστάκι και η μελαχροινή καραβοσκυλίνα λαμπραντορίνα με τα καστανά μάτια, δεν ξεκόλλησαν στιγμή ο ένας από τον άλλον.
Σε λίγους μήνες, μια καινούργια έκπληξη τους περίμενε. Μια ξανθοκαστανή μικρή λαμπραντορίνα με γαλανά μάτια. Φτυστή ο μπαμπάς. Με μια αγάπη για τη θάλασσα και τα δελφίνια της λες και ζούσε πριν εκεί. Σκανδαλιάρα και περίεργη.
Χρόνια μετά, ο μελαχροινός Λυκοσκυλούκος έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα πανέμορφο λυκόσκυλο που το χαμόγελό του λάμπει πάντοτε σαν τον καλοκαιρινό ήλιο το μεσημέρι καθώς χαράζει τους δρόμους που θα ακολουθήσει και η μικρή ξανθοκάστανη Λαμπραντορίνα με τα γαλανά μάτια μεταμορφώνεται σε μια πανέμορφη νεράϊδα της θάλασσας, εύθραυστη αλλά αποφασιστική πεταλούδα έτοιμη ν’ ανοίξει τα φτερά της για τις δικές της θάλασσες και τους δικούς της ουρανούς.
Η μαμά μελαχροινή λαμπραντορίνα με τα καστανά μάτια ωριμάζει ομορφαίνοντας ακόμα πιο πολύ.
Κι ο ιπτάμενος μοναχοθαλασσόλυκος με τα γαλανά μάτια και το μουστάκι;
Κουλουριάζεται στο χιόνι, κλείνει τα μάτια του και θυμάται τα μεγάλα φρύδια του πατέρα του, ακούει ακόμα τον ήχο της φυσαρμόνικας, νοιώθει ακόμα τη ζεστή γούνα της μητέρας του, αναπολεί το δάσος με τα χίλια δέντρα, τη θάλασσα και τον αέρα, φέρνει στο νού του τη δική του αγέλη και βουρκώνει.
Από ευτυχία!
· Πίτυλος:
Ο ...γερόλυκος